- γρόθος
- και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος)1. η γροθιά2. μέτρο μήκουςμσν.το άκρο τού χεριούαρχ.πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά», το οποίο και αντικατέστησε τελικά. Κατ' άλλους πρόκειται για αρχαία δημώδη λέξη με επίθημα -θος (πρβλ. βρόχθος, μασθός, στήθος, κύσθος), χαρακτηριστικό λέξεων που αναφέρονται σε μέλος τού σώματος, και συνδέεται με το αρχ. νορβ. krumma «χέρι», αρχ. άνω γερμ. krimman «σφίγγω» και πιθ. με το λατ. gremium «γόνατο». Ο νεώτερος τ. γρόθος < γρόνθος με σίγηση τού έρρινου -ν- προ του -θ- (πρβλ. ανθρακιά-αθρακιά), ενώ ο τ. γρόθθος < γρόνθος με αφομοίωση τού έρρινου -ν- προς το -θ- (πρβλ. νύμφη-νύφφη, πενθερός-πεθθερός, ανθότυρος-αθθότυρος)].
Dictionary of Greek. 2013.